- ταρταρίνος
- ο хвастун, бахвал
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Ταρταρίνος — ο, Ν 1. όνομα ενός κωμικοτραγικού προσώπου τού γαλλικού μυθιστορήματος ο οποίος παρίστανε τον εαυτό του ως ήρωα ανύπαρκτων κατορθωμάτων 2. ως προσηγ. ο ταρταρίνος ψευτοπαληκαράς, καυχηματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tartarin. Η λ. μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek
ταρτάρινος — ον, Μ [Τάρταρος] 1. δεινός, τρομερός («ὦ φθόνε, πλοῑον πισσοειδές, ταρτάρινον», ΨΧρυσ.) 2. ταρταρηφόρος* … Dictionary of Greek
ταρταρινισμός — ο, Ν 1. καυχησιολογία 2. η ιδιότητα τού ψευτοπαληκαρά, ψευτοπαληκαρισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταρταρίνος + σμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek